- μπαρμπέρικο
- τοτο κουρείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπαρμπέρικο — το [μπαρμπέρης] κατάστημα τού μπαρμπέρη, κουρείο … Dictionary of Greek
κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… … Dictionary of Greek
μπαρμπεριό — και μπερμπεριό,το (Μ μπαρμπερεῑον και παρπερεῑο) [μπαρμπέρης] κουρείο, μπαρμπέρικο … Dictionary of Greek